ἀσχιδής

English (LSJ)

ἀσχιδές, (σχίζω) uncloven, undivided, ἰσχάδες Arist.Pr.930b33; of animals, ἀσχιδῆ οἷον τὰ μώνυχα Id.HA499b11, cf. PA42b29; φύλλα Thphr. HP 3.10.1.

Spanish (DGE)

-ές
de cosas no partido ἰσχάδες Arist.Pr.930b33
no hendido de las pezuñas de algunos animales ἀσχιδῆ, οἷον τὰ μώνυχα Arist.HA 499b11, cf. PA 642b29, φύλλον Thphr.HP 3.10.1.

German (Pape)

[Seite 382] ές, ungespalten, Arist. H. A. 2, 1. 13.

Russian (Dvoretsky)

ἀσχῐδής: нерасщепленный (ἰσχάδες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσχῐδής: -ές, (σχίζω) ὁ μὴ σχιστός, ἄσχιστος, ἰσχάδες Ἀριστ. Προβλ. 22, 9· ἐπὶ ζῴων, τὸ μὴ δίχαλον, ἀσχιδῆ, οἷον τὰ μώνυχα ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 30, πρβλ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 3, 2. ― Ἐπίρρ. -δῶς Εὐστ. Πονημάτ. 49. 14.

Greek Monolingual

-ές (Α ἀσχιδής, -ές)
1. (για φύλλα) μη σχισμένος, άσχιστος
2. (για ζώα) ο μη δίχηλος, αυτός του οποίου οι χηλές των ποδιών δεν χωρίζονται σε δύο μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -σχιδής < σχίζω (πρβλ. ακροσχιδής)].