ἀτταταῖ

English (LSJ)

ah, a cry of pain or grief, S.Ph.790, etc.; doubled, Ar.Ach. 1190.

Spanish (DGE)

(ἀττᾰταῖ)
ah, ah grito de dolor, S.Ph.790, Ar.Th.223, rep., Ar.Ach.1190, Sch.D.T.278.7.

French (Bailly abrégé)

interj;
prolongé en
ἀτταταταῖ et ἀτταταίαξ;
ah ! hélas ! cri de douleur.

Russian (Dvoretsky)

ἀττᾰταῖ: тж. ἀτταταταῖ и ἀτταταίαξ interj. возглас скорби ах!, увы! Soph., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτταταῖ: ἐπιφώνημα σχετλιαστικὸν ὡς τὸ βαβαί, φεῦ, Τραγ., διπλοῦν, ἀτταταῖ, ἀτταταῖ, στυγερὰ τάδε κρυερὰ πάθεα ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1190· μετ' ἐπιτάσεως· ἀτταταταῖ, ὁ αὐτ. Θεσμ., ἴδε ἰατταταῖ.

Greek Monotonic

ἀτταταῖ: κραυγή πόνου ή θλίψης, σε Τραγ., Αριστοφ.

Middle Liddell

a cry of pain or grief, Trag., Ar.