ἀφρογενής
English (LSJ)
ές, = ἀφρογένεια, Ἀφροδίτην ἀφρογενῆ Orph. Fr. 183, cf. APl. 4.211 (Stat. Flacc.); the planet Venus, Doroth. ap. Heph.Astr. 1.6.
Spanish (DGE)
-ές
1 mit. epít. de Afrodita nacida de la espuma Ἀφροδίτη ἀ. Hes.Th.196, Orph.Fr.183
•subst. como n. pr. AP 16.211 (Stat.Flacc.).
2 astrol. subst. Venus el planeta, Doroth. en Heph.Astr.1.6.2.
German (Pape)
[Seite 415] ές, dass., Hes. Th. 196; Ep. ad 248 (Plan. 169).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
né de l'écume (de la mer), ép. d'Aphrodite.
Étymologie: ἀφρός, γίγνομαι.
Greek Monolingual
ἀφρογενής, η επίθ. (Α)
η αφρογένεια.
Greek Monotonic
ἀφρογενής: -ές (γίγνομαι), αυτός που γεννήθηκε από τον αφρό, λέγεται για την Αφροδίτη, σε Ησίοδ.· θηλ. Ἀφρο-γένεια, σε Μόσχ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφρογενής: пеннорожденный (θεά, sc. Ἀφροδίτη Hes.).
Middle Liddell
γίγνομαι
foam-born, of Aphrodite, Hes.: fem. Ἀφρο-γένεια, Mosch.
Léxico de magia
-ές nacido de la espuma de Afrodita ἀ. Κυθέρεια, θεῶν γενέτειρα καὶ ἀνδρῶν nacida de la espuma, Citerea, madre de dioses y hombres P IV 2915