ἁλιρραγής

English (LSJ)

ἁλιρραγές, (ῥήγνυμι) against which the tide breaks, σκόπελος AP7.383 (Phil.).

Spanish (DGE)

(ἁλιρρᾰγής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
donde rompe el mar σκόπελος AP 7.383 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
où se brise la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ῥήγνυμι.

Greek Monolingual

ἁλιρραγής, -ές και ἁλίρρηκτος, -ον (Α)
αυτός που επάνω του σπάζουν τα κύματα της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ραγής < ἐρράγην, ῥήγνυμι «θραύω, σπάζω, συντρίβω» — ο τ. ἁλίρρηκτος < ἁλι- + ρηκτός < ῥήγνυμι.

Greek Monotonic

ἁλιρρᾰγής: -ές (ἅλς, ῥήγνυμι), αυτό πάνω στο οποίο ξεσπά η θάλασσα, σε Ανθ.

German (Pape)

ἁλιρραγεῖς σκόπελοι, meerbrechend, Philp. 67 (VII.383).

Russian (Dvoretsky)

ἁλιρρᾰγής: разбивающий (т. е. о который разбиваются) морские волны (σκόπελος Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, ῥήγνυμι
against which the sea breaks, Anth.