ἄκλαστος

English (LSJ)

ἄκλαστον, unbroken, Thphr. CP 1.15.17, AP9.322 (Leon.), Phld.D.1.17: metaph., of motion, continuous in space, ἡ κύκλῳ φορὰ μήκει ἄ. Arist.Cael.288a25; unbent, of a vein, Gal.5.659.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no podado (φυτά) Thphr.CP 1.15.1
no roto de lanzas AP 9.322 (Leon.), κοῦφα BGU 2694.23 (VII d.C.).
2 inquebrantable κατ' εὐθείας ἀκλάστους Hero Def.106.2.
3 ininterrumpido, continuo ἡ κύκλῳ φορὰ ... τῷ μήκει ... ἄ. Arist.Cael.288a25
carente de ramificaciones, recto de una vena, Gal.5.659.
II adv. -ως ininterrumpidamente, sin ruptura ἡ ἀκτίς ... δίεισι τὸ πάθος ἀ. Olymp.in Mete.222.32.

German (Pape)

[Seite 73] unzerbrochen, Leon. Tar. 47 (IX, 322).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non brisé ; fig., en parl. d'une ligne circulaire continue.
Étymologie: , κλάω.

Russian (Dvoretsky)

ἄκλαστος:
1 несломанный (κάμακες Anth.);
2 геом. происходящий не по ломаной линии (ἡ κύκλῳ φορά Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄκλαστος: -ον, ἄθραυστος, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 15, 17, Ἀνθ. Π. 9. 322· μεταφ. ἐπὶ γραμμῆς μὴ διακοπτομένης, ἡ κύκλῳ φορὰ ἄκλ., Ἀριστ. Οὐρ. 2. 6, 3.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο κλάνω
1. αυτός που δεν κλάνει ή δεν έχει κλάσει
2. αυτός που δεν τον φτάνει η κακοσμία της πορδής.
(II)
-η, -ο (Α ἄκλαστος, -ον) [κλῶ(-άω)]
αυτός που δεν σπάει ή δεν έχει σπάσει, δεν έχει κοπεί.

Greek Monotonic

ἄκλαστος: -ον (κλάω), άθραυστος, σε Ανθ.

Middle Liddell

κλάω
unbroken, Anth.

Translations

unbroken

Bulgarian: цял; Catalan: sencer; French: entier; Greek: αθρυμμάτιστος; Ancient Greek: ἄθραυστος, ἀρραγής, ἄρρηκτος, ἄκλαστος, ἄθρυπτος; Italian: intero; Latin: irruptus; Sanskrit: अक्षत