ἐγκαίνισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, consecration, LXX Nu.7.88 (v.l. -ωσις).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
consagración LXX Nu.7.88 (cód.), Al.Nu.7.10, v. ἐγκαινισμός, ἐγκαίνωσις.

German (Pape)

[Seite 704] ἡ, Erneuerang, Einweihung, LXX.

Greek Monolingual

ἐγκαίνισις, η (Α)
1. η καθιέρωση ιερού ή ναού
2. η πνευματική αναγέννηση.