ἐγκαίνωσις

From LSJ

ὄλβιος ὅστις ἱστορίης ἔσχεν μάθησιν → happy the man who has gained knowledge through inquiry (Εuripides, fr. 910)

Source

German (Pape)

[Seite 704] ἡ, v. l. für ἐγκαίνισις.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ consagración τοῦ θυσιαστηρίου LXX Nu.7.88.