ἐγκατακοιμάομαι

English (LSJ)

= ἐγκοιμάομαι, Hdt.8.134, IG4.952.9 (Epid.).

Spanish (DGE)

acostarse, pernoctar οὐκ ἔξεστι Θηβαίων οὐδενὶ αὐτόθι ἐγκατακοιμηθῆναι Hdt.8.134, en el templo de Asclepio ἐγκατακοιμαθεῖσα δὲ ὄψ[ι] ν εἶδε IG 42.121.15 (Epidauro IV a.C.), cf. IEryth.205.31 (IV a.C.), c. ac. de tiempo τὴν νύκτα ἐγκατακοιμηθεὶς Paus.2.13.7.

German (Pape)

[Seite 705] dep. pass., darin schlafen, Her. 8, 134.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
se coucher dans, dormir dans.
Étymologie: ἐν, κατακοιμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκατακοιμάομαι: (в чем-л.) спать, ночевать (ἐγκατακοιμηθῆναι αὐτόθι, sc. ἐν τῷ ἱρῷ Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατακοιμάομαι: ἐγκοιμάομαι, Ἡρόδ. 8. 134.

Greek Monotonic

ἐγκατακοιμάομαι: Παθ., ξαπλώνω, κοιμάμαι σ' ένα μέρος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

Pass. to lie down to sleep in a place, Hdt.