ἐγκύκλημα
English (LSJ)
-ατος, τό (v. ἐκκύκλημα); but,
II ἐγκυκλήματα, τά, movable property, Arist. Oec.1346a13.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 plu. actividades periódicas o cíclicas δευτέρα δὲ ἡ (πρόσοδος) ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐγκυκλημάτων Arist.Oec.1346a13.
2 v. ἐκκύκλημα.
German (Pape)
[Seite 711] τό, s. ἐκκύκλημα; τὰ ἐγκ., = τὰ ἐγκύκλια, Arist. Oec. 2, 1.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκύκλημα: ατος τό круг, область: πρόσοδος ἡ ἀπὸ γῆς (καὶ) ἡ ἀπὸ τῶν ἄλλων ἐγκυκλημάτων Arst. доходы с земли и с прочих отраслей (хозяйства).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκύκλημα: τό, (ἴδε ἐν λ. ἐκκύκλημα)· ἀλλά. ΙΙ. τά ἐγκυκλήματα ἐν Ἀριστ. Οἰκον. 2. 1, 8, φαίνεται ὅτι σημαίνει προσωπικὴν περιουσίαν.
Greek Monolingual
ἐγκύκλημα, το (Α)
1. εκκύκλημα
2. στον πληθ. κινητή περιουσία.