ἐκεῖθι

English (LSJ)

and κεῖθι (the only form used by Hom. exc. Od.17.10, also by Trag. where metre requires), Aeol. κῆθι Sapph.Supp.25.18 (prob.): Dor. τηνόθι Theoc.8.44: poet. for ἐκεῖ, Il.3.402, Od.17.10: in late Prose,
A οἱ ἐκεῖθι Ael.NA6.15; κεῖθι Alciphr.3.53, Them.Or.4.57a.
II = ἐκεῖσε, κεῖθι μολών Hes.Fr.134.10, cf. Musae.23, Opp. H.4.274, dub. in A.Th.809.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): poét. κεῖθι Il.3.402, 22.390, Od.3.116, 262, Hes.Fr.240.10, Alcm.6.21.4, Sol.26.3, Pi.N.9.11, Ar.V.751, Alciphr.3.17.3, Opp.H.4.274, Musae.23; eol. κῆθι Sapph.96.18
adv.
1 allí c. verb. de acción o estado καὶ κεῖθι μνήσομ' ἑταίρου Il.22.390, εἴ τίς τοι καὶ κεῖθι φίλος μερόπων ἀνθρώπων Il.3.402, ὅσα κεῖθι πάθον κακά Od.3.116, cf. 262, 8.467, κεῖθι δ' οὔτε πεμμάτων ἄπεστιν οὐδέν Sol.l.c., βασιλεύων κεῖθι Pi.l.c., ἐ. κεῖσθον A.Th.810, ἐ. κοιμᾶται Hdt.1.182, cf. 2.122, κεῖθι γενοίμαν Ar.l.c., cf. Them.Or.4.57a, κεῖθι τῶν πόνων ἀπέλαυον disfruté allí el resultado de mis esfuerzos Alciphr.l.c., op. δεῦρο Aristid.Quint.54.14
subst. οἱ ἐ. los de allí, los del lugar Ael.NA 6.15.
2 allí, hacia allí c. verb. de mov. κεῖθι μολών Hes.l.c., cf. Sapph.l.c., κεῖθι δὲ πολύποδος νόος ἕλκεται hacia allí es arrastrada la mente del pulpo Opp.l.c.
por allí εἴ ποτε κεῖθι περήσεις si alguna vez pasas por allí Musae.l.c.

German (Pape)

[Seite 758] dort, = ἐκεῖ, Od. 17, 10 u. sp. D.; auch Her. 1, 182; bei Aesch. Spt. 792, ἐκεῖθι κἦλθον, = ἐκεῖσε; vgl. Opp. H. 4, 274. S. κεῖθι.

French (Bailly abrégé)

adv.
là (avec ou sans mouv.).
Étymologie: ἐκεῖ, -θι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκεῖθι: эп.-поэт. κεῖθι adv. там (ἐ. κοιμᾶται γυνή Her.); εἴ τίς τοι καὶ κεῖθι φίλος ἀνθρώπων Hom. если у тебя и там есть близкий человек.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκεῖθι: καὶ κεῖθι (ὁ μόνος τύπος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., ὡς καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, ὅπου ἂν τὸ μέτρον ἀπαιτῇ τοῦτο): Δωρ. τηνόθι Θεόκρ. 8. 44, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐκεῖ, Ἰλ. Γ. 402, Ὀδ. Ρ. 10· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. ΙΙ. = ἐκεῖσε, Ἡσ. Ἀποσπ. 39, Αἰσχύλ. Θήβ. 810.

English (Autenrieth)

there, Od. 17.10†.

Greek Monolingual

ἐκεῖθι και κεῖθι (Α)
επίρρ.
1. εκεί
2. εκείσε.

Greek Monotonic

ἐκεῖθι: ποιητ. κεῖθι, Δωρ. τηνόθι = ἐκεῖ, σε Όμηρ.

Middle Liddell

= ἐκεῖ, Hom., etc.]