ἐκπορθήτωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, waster, destroyer, E.Supp.1223.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
saqueador, destructor c. gen. πόλεος ἐκπορθήτορες E.Supp.1223.

German (Pape)

[Seite 776] ορος, ὁ, Zerstörer, πόλεως Eur. Suppl. 1222.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui pille.
Étymologie: ἐκπορθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπορθήτωρ: ορος ὁ разрушитель (πόλεως Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπορθήτωρ: -ορος, ὁ, καταστροφεύς, Εὐρ. Ἱκ. 1223.

Greek Monolingual

ἐκπορθήτωρ, ο (Α)
καταστροφέας.

Greek Monotonic

ἐκπορθήτωρ: -ορος, ὁ, εξολοθρευτής, καταστροφέας, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἐκπορθήτωρ, ορος, [from ἐκπορθέω
a waster, destroyer, Eur.

English (Woodhouse)

plunderer