ἐκχράω
English (LSJ)
(v. χράω c),
A declare as an oracle, tell out, τὰ πόλλ'.. ὅτ' ἐξέχρη κακά S.OC87.
II suffice, οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρα Hdt.8.70: impers., c. inf., κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; how will it suffice him, how will he be content to.. ? Id.3.137.
Spanish (DGE)
predecir (Φοῖβος) τὰ πόλλ' ἐκεῖν' ὅτ' ἐξέχρη κακά cuando (Febo) presagió aquel cúmulo de desgracias S.OC 87
•decir, emitir proféticamente τοίην ... φωνὴν ἀθα<νά>την Posidipp.Epigr.37.12.
satisfacer, ser conveniente c. dat. de pers. e inf. οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη ναυμαχίην ποιήσασθαι el día no les permitió presentar batalla naval Hdt.8.70, κῶς ταῦτα βασιλέϊ ... ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; ¿cómo se conformaría el rey con ser ultrajado? Hdt.3.137.
German (Pape)
[Seite 787] (s. χράω), 1) ein Orakel geben, verkündigen; ἐξ ἀγαθῶν ἔχραον Pind. Ol. 7, 62; ὅτ' ἐξέχρη κακά Soph. O. C. 87. – 2) ausreichen, hinreichen; οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη Her. 8, 70; κῶς βασιλῆϊ ἐκχρήσει ταῦτα περιυβρίσθαι, wie wird es behagen, 3, 137.
French (Bailly abrégé)
1seul. fut. et ao. impers. • ἐκχρήσει, • ἐξέχρησε;
suffire : κῶς βασιλῆϊ ἐκχρήσει ; avec l'inf. HDT comment suffira-t-il au roi, comment le roi se contentera-t-il de ?
Étymologie: ἐκ, χράω⁴.
2impf. 3ᵉ sg. ἐξέχρη;
annoncer un oracle, prédire, acc..
Étymologie: ἐκ, χράω³.
Russian (Dvoretsky)
ἐκχράω:
I быть достаточным, пригодным или возможным: οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρη ναυμαχίην ποιήσασθαι Her. днем они не смогли вступить в морской бой; κῶς ταῦτα Δαρείῳ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; Her. как можно будет Дарию стерпеть подобные оскорбления?
II (3 л. sing. impf. ἐξέχρη) предсказывать, прорицать (Pind. - in tmesi; πολλὰ κακά Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχράω: (ἴδε χράω γ), χρησμοδοτῶ, θεσπίζω, τά πόλλ’ … ὅτ’ ἐξέχρη κακὰ Σοφ. Ο. Κ. 87, πρβλ. Πίνδ. Ο. 7. 170. ΙΙ. ἐξαρκῶ, οὐκ ἐξέχρησέ σφι ἡ ἡμέρα Ἡρόδ. 8. 70· - ἀπροσ. ὡς τὸ ἀποχρᾷ μετ’ ἀπαρ., κῶς ταῦτα βασιλέϊ... ἐκχρήσει περιυβρίσθαι; ὁ αὐτ. 3. 137.
Greek Monolingual
(I)
ἐκχράω ιων. τ. ἐκχρέω (Α)
1. εξαρκώ, επαρκώ, είμαι επαρκής για κάτι, ικανοποιώ, αρέσω
2. απρόσ. ἐκχρήσει, ἐξέχρησε με απρμφ.
θα είναι ή υπήρξε επαρκές, αρεστό για κάποιον, θα αρέσει ή άρεσε («κῶς ταῦτα βασιλέι ἐκχρήσει περιυβρίσθαι;» — πώς θα αρέσει —θα είναι ανεκτό— στον βασιλέα να έχει υποστεί αυτές τις προσβολές;)
(II)
ἐκχράω (Α)
αναγγέλλω ως χρησμό, χρησμοδοτώ, προλέγω, θεσπίζω («τὰ πόλλ' ἐκεῖν' ὅτ' ἐξέχρη κακά» — όταν προείπε [χρησμοδότησε] τις πολλές εκείνες συμφορές).
Greek Monotonic
ἐκχράω: μέλ. χρήσω, αόρ. βʹ ἐξέχρην·
I. χρησμοδοτώ, διακηρύσσω, ανακοινώνω, σε Σοφ.
II. αρκώ, επαρκώ, σε Ηρόδ.· απρόσ. όπως το ἀποχρᾷ, με απαρ., κῶς βασιλέϊ ἐκχρήσει; με ποιο τρόπο θα τον ικανοποιήσει; πώς θα τον ευχαριστηθεί; στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -χρήσω aor2 ἐξέχρην
I. to declare as an oracle, tell out, Soph.
II. to suffice, Hdt.:— impers., like ἀποχρᾷ, c. inf., κῶς βασιλέϊ ἐκχρήσει; how will it suffice him? how will he be content to . . ? Hdt.