ἐλαφρόγειος
English (LSJ)
ἐλαφρόγειον, (γῆ) of light soil, Gp.3.3.11.
Spanish (DGE)
-ον
de suelo ligero, e.e., de ligera capa cultivable γῆ Gp.3.3.11.
German (Pape)
[Seite 792] von leichter Erde, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαφρόγειος: -ον, (γέα, γῆ) ἔχων ἐλαφρὸν χῶμα, Γεωπ. 3. 3, 11.
Greek Monolingual
ἐλαφρόγειος, -ον (Μ)
(για περιοχή) με λίγο χώμα, με λεπτό στρώμα χώματος, λεπτόγεως.