ἐναλλοίωσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, alteration, Ptol.Tetr.93.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
cambio, modificación de las «casas» zodiacales, Ptol.Tetr.2.9.19, Heph.Astr.1.20.33, Vett.Val.388.14, αἱ διαφοραὶ τῶν ψυχικῶν καὶ τῶν σωματικῶν ἐναλλοιώσεων Corp.Herm.Fr.26.13, sent. dud. PSI 483.3 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 826] ἡ, Veränderung, Ptolem.
Greek (Liddell-Scott)
ἐναλλοίωσις: -εως, ἡ, ἀλλοίωσις, μεταβολή, Πτολεμ. Τετραβ. σ. 93. 10.
Greek Monolingual
ἐναλλοίωσις, η (AM)
μεταβολή, αλλαγή, μετατροπή.