ἐναρίθμησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, reckoning in, v.l. for ἐξαρίθμησις in Sch.Nic.Th. 156.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
enumeración ἐ. τῶν ἀναλύσεων καὶ καύσεων Zos.Alch.128.20, τῶν ζῴων Sch.Nic.Th.156 (cód.).

German (Pape)

[Seite 829] ἡ, das Aufzählen, Schol. Nic. Th. 156.

Greek Monolingual

ἐναρίθμησις, η (Α)
αρίθμηση, υπολογισμός, λογαριασμός, συνυπολογισμός.