συνυπολογισμός

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413

Greek Monolingual

ο, Ν
το αποτέλεσμα του συνυπολογίζω, επιπρόσθετος υπολογισμός ή υπολογισμός ενός πράγματος μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνυπολογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Χρ. Τσούντα].