ἐναύγασμα

English (LSJ)

-ατος, τό, illumination, ἐ θεῖον ib.88.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
resplandor, destello θεῖον Ph.1.88, σπινθηροειδές Procop.Gaz.M.87.1564A.

German (Pape)

[Seite 830] τό, die Erleuchtung, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναύγασμα: τό, φωτισμός, λάμψις, ἐναύγασμα θεῖον Φίλων 1. 88.

Greek Monolingual

το (Α ἐναύγασμα)
διάχυση φωτός, φώτιση, λάμψη, καταύγασμα, σελαγισμός
ἐναύγασμα θεῖον», Φίλ.).