καταύγασμα

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταύγασμα Medium diacritics: καταύγασμα Low diacritics: καταύγασμα Capitals: ΚΑΤΑΥΓΑΣΜΑ
Transliteration A: kataúgasma Transliteration B: kataugasma Transliteration C: kataygasma Beta Code: katau/gasma

English (LSJ)

-ατος, τό, radiance, PMag.Par.1.1130.

Greek (Liddell-Scott)

καταύγασμα: τό, φώτισμα, ἀκτίς, λάμψις, ὑπὸ τὰ ἑωθινὰ κ., ὑφ᾿ ἕω, Θεοφύλακ. Σιμ.

Spanish

resplandor

Greek Monolingual

καταύγασμα τὸ (Μ) καταυγάζω
ζωηρός φωτισμός, φωταύγεια, λάμψη.

Léxico de magia

τό resplandor como advoc. de la divinidad χαῖρε, ἡλιακῆς ἀκτῖνος ὑπηρετικὸν κόσμου κ. te saludo, resplandor del cosmos que sirve al rayo solar P IV 1130