ἐνδείκτης

English (LSJ)

ον, ὁ, informer, complainant, UPZ69.4 (ii B.C.), LXX 2 Ma.4.1, Philostr. VS2.29.

Spanish (DGE)

-ου
• Grafía: graf. -δικ- UPZ 69.4, 7 (II a.C.)
1 que muestra, revelador c. gen. τούτου Oenom.15.3, ὁ ἀπόστολος ... ἐ. τῆς ἀληθείας A.Thom.A 79, cf. Pall.Gent.Ind.2.55
ἐ· ostentator, Gloss.2.297.
2 denunciante, informador, delator, UPZ 69.4, 7 (II a.C.), c. gen. obj. τῶν χρημάτων καὶ τῆς πατρίδος LXX 2Ma.4.1, al servicio del emperador, Philostr.VS 621, cf. PBodl.149.4 (I/II d.C.), Zonar.

German (Pape)

[Seite 832] ὁ, der Anzeiger, Ankläger, Philostr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδείκτης: -ου, ὁ, μηνυτής, κατήγορος, τῶν κατὰ τὴν Ἀσίαν ἐνδεικτῶν Φιλόστρ. 621· ἐπὶ καλῆς σημασ., ὁδηγός, τούτου γενέσθαι ἐνδείκτην Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 5. σ. 215A.

Greek Monolingual

ο (Α ἐνδείκτης)
νεοελλ.
1. ονομασία διαφόρων οργάνων (καθοδικών σωλήνων) ραδιοηλεκτρικών συσκευών, που χρησιμεύουν ως δείκτες σημάτων φωτός και ήχου
2. φρ. «ενδείκτης ύψους και πυροσωλήνα» — όργανο για τον καθορισμό της διεύθυνσης της αντιαεροπορικής βολής
αρχ.
1. κατήγορος
2. οδηγός, οδηγητής.