ἐνδιασπείρω

English (LSJ)

A sprinkle, Gp.6.8.1:—Pass., to be dispersed in, τινί Arist.Fr.217: abs., ἔθνος -εσπαρμένον LXX Es.3.8 (v.l.); to be distributed, of nerves, Gal.2.370.
II (σπέρματα) πᾶσι Χυμοῖς καὶ ὀσμαῑς -εσπαρμένα impregnated with, Epicur.Fr.250.

Spanish (DGE)

1 entremezclar en perf. pas. estar entremezclado τῇ θαλάττῃ τὸ τραχὺ καὶ γεῶδες ἐνδιέσπαρται en el mar están entremezclados lo áspero y lo terroso Arist.Fr.217, (τὰ σπέρματα) ἐνδιεσπαρμένα Plu.2.1109c, φρονήσεως ἀποτρίμματα ἐνδιεσπαρμένα ταῖς χρείαις <ταῖς> περὶ τὸν βίον Plu.2.99c
fig. disipar entre en v. pas. (ἡ διαφορὰ μεγάλη) ταῖς ἐλάττοσιν ἐνδιασπαρεῖσα la diferencia grande disipada entre las menores Plu.Num.17.
2 esparcir, repartir ποικίλως ἑαυτὸν τοῖς Ἰουδαίοις ἐνδιασπείρας del diablo, Gr.Nyss.Steph.1.80.15, la pez por las paredes y los cuellos de las tinajas Gp.6.8.1.

German (Pape)

[Seite 833] verbreiten in, zerstreuen, S., wie ἐνδιασπαρεῖσα διαφοραῖς Plut. Num. 17.

French (Bailly abrégé)

répandre dans, τινι.
Étymologie: ἐν, διασπείρω.

Greek Monolingual

(AM ἐνδιασπείρω)
διασπείρω ανάμεσα
αρχ.
(-ομαι)
1. (για νεύρα) διακλαδίζομαι
2. εμποτίζομαι, μουσκεύομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδιασπείρω: (в чем-л.) рассеивать, разбрасывать Arst., Plut.