ἐνεσία

English (LSJ)

ἡ, (ἐνίημι) suggestion, used only in Ep. form ἐννεσίη: dat. pl., with genitive pers., once in Hom., κείνης ἐννεσίῃσι at her suggestion, Il.5.894; Ραίης, Διός, Ἥρης ἐνν., Hes.Th.494, h.Cer.30, Call.Dian. 108; ὑπ' ἐννεσίῃσι A.R.1.7, prob. in Q.S.3.475: gen. pl., ἐννεσιάων A.R.3.1364.

German (Pape)

[Seite 839] ἡ, s. ἐννεσία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεσία: ἡ, (ἐνίημι) συμβουλή, προτροπή, εἰσήγησις, μόνον ἐν τῷ Ἐπικῷ τύπῳ, ἐννεσία: δοτ. πληθ. μετὰ γεν. προσ., κείνης ἐνεσίῃσι, κατ’ εἰσήγησιν ἐκείνης, Ἰλ. Ε. 894· Γαίης ἐννεσίῃσι Ἡσ. Θεογ. 494· ὑπ’ ἐννεσίῃσι Κόϊντ. Σμυρ. 3. 475· γεν. πληθ., Μηδείης... ἐννεσιάων Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1364.

Greek Monolingual

ἐνεσία και επικ. τ. ἐννεσίη, η (Α) ενίημι
προτροπή, συμβουλή, εισήγηση.

Greek Monotonic

ἐνεσία: Επικ. ἐννεσία, ἡ (ἐνίημι), συμβουλή, προτροπή, πρόταση, εισήγηση, κείνης ἐνεσσίῃσι (Επικ. δοτ. πληθ.) με εισήγηση εκείνης, κατόπιν πρότασής της, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐνίημι
a suggestion, κείνης ἐννεσίῃσι (epic dat. pl.) at her suggestion, Il.