ενίημι

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source

Greek Monolingual

ἐνίημι) ίημι
1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό
αρχ.
1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα
2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῖσα» — στάσου κοντά μου και βάλε στην ψυχή μου δύναμη και θάρρος, Ομ. Οδ.)
3. (με αιτ. προσ. και δοτ. πράγμ.) ρίχνω, βυθίζω κάποιον σε κάτι («τον... Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι διαμπερές» — αυτόν ο Ζευς τον βύθισε αιωνίως μέσα σε βάσανα, Ομ. Ιλ.)
4. γεν. ρίχνω εναντίον κάποιου, κυρίως φωτιά («νηυσὶν ἐνίετε θεοπιδαὲς πῡρ» — ρίχνετε στα πλοία θεϊκή, φοβερή φωτιά, Ομ. Ιλ.)
5. (για πλοίο) καθελκύω στη θάλασσα («ἐνήσομεν [νῆα] εὐρέι πόντῳ» — θα σύρουμε το πλοίο στο πέλαγος, Ομ. Οδ.)
6. (για φάρμακο, δηλητήριο) χύνω μέσα («ἐνίησι γάρ τι τά φαλάγγια κατὰ τὸ δῆγμα» — τα φαλάγγια [ιοβόλες αράχνες] χύνουν κάτι μέσα στο σώμα τη στιγμή που δαγκώνουν, Ξεν.)
7. παρακινώ, παρορμώ
8. μέσ. (για σάλπιγγες) αρχίζω να ηχώ
9. (αμτβ.) εφορμώ, εισβάλλω με ορμή, επιτίθεμαι
10. ενδίδωμι
11. υποβάλλω, παρεμβάλλω, υπεισάγω
12. μειώνω, ελαττώνω
13. χαλαρώνω.