ἐνηδύνω

English (LSJ)

cheer, gratify, τὰς ἀκοάς Ps.-Luc.Philopatr.3.

Spanish (DGE)

1 tr. en v. act. deleitar ἡ μελῳδία τῶν ὀρνέων τὰς ἀκοάς ἐνηδύνουσα Luc.Philopatr.3.
2 intr. en v. med. deleitarse y en mal sent. refocilarse, regodearse ψυχὴ ἐνηδυνομένη σαρκικαῖς ἡδοναῖς Mac.Aeg.Serm.B 3.4.4, cf. Olymp.Iob 360.15, τοῖς τῆς κακίας θελήμασιν Mac.Aeg.Serm.B 33.3.1, λογισμῷ θέλγοντι Ephr.Syr.1.15F.

German (Pape)

[Seite 840] darin, dabei erheitern, ἡ μελῳδία τῶν ἀρνῶν τὰς ἀκοάς Luc. Philopat. 3.

French (Bailly abrégé)

charmer, acc. .
Étymologie: ἐν, ἡδύς.

Russian (Dvoretsky)

ἐνηδύνω: услаждать (τὰς ἀκοάς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνηδύνω: ἡδύνω, εὐχαριστῶ, τέρπω τὰς ἀκοάς, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3. - Παθ., τῇ θείᾳ θεωρίᾳ ἐνηδυνόμενός τε καὶ εὐφραινόμενος Γρηγ. Ναζ.

Greek Monolingual

ἐνηδύνω (AM)
προκαλώ ευχάριστο συναίσθημα, τέρπω, ευχαριστώ κάποιον ή κάτι
«λύρα... τὰς ψυχάς ἐνηδὺνουσα» (Μηνιαία).