ἐνθεάζω

English (LSJ)

to be inspired, Hdt.1.63, Luc.DDeor.18.1:—Med., Id.Alex.13, Plu.2.623c, etc.

Spanish (DGE)

1 estar poseído, inspirado por la divinidad, en trance dicho de un adivino ἐνθεάζων χρᾷ τάδε Hdt.1.63, cf. Apollod.2.8.3, de los adeptos de la Gran Madre, Luc.Alex.13, D.S.3.57, del poeta τὸν ἐκ Μουσῶν κάτοχον ἐνθεάζειν Procl.in R.1.58, cf. 89
del entorno báquico ser presa del frenesí o furor báquico del propio Baco, Luc.DDeor.22.1
en v. med. mismo sent. τὸ χρησμῳδεῖν ἐμμέτρως παρέχεται τοῖς ἐνθεαζομένοις sucede a los poseídos por la divinidad vaticinar en verso Plu.2.623c, αὐτὴν (Σεμέλην) παρεισήγαγεν ... ἐνθεαζομένην Sch.A.R.1.636a.
2 provocar estado de entusiasmo o inspiración ref. al verso ἐνθεά[ζειν δ' ὑπέτ] εινε τρ[ί] με[τρον ἢ ἑξάμ] ετρον Phld.Po.1.166.6, cf. Eust.745.21.

German (Pape)

[Seite 841] mit göttlicher Begeisterung erfüllen, od. intrans., eines Gottes voll, begeistert sein; Her. 1, 63; Apolld. 2, 8, 3; Luc. Alex. 13 οἱ τῇ μητρὶ ἀγείροντες καὶ ἐνθεάζοντες, von den Priestern der Kybele; μεθύων καὶ ἐνθ. D. D. 18, 1; – pass., οἱ ἐνθεαζόμενοι Plut. Symp. 1, 5, 2. Vgl. ἐνθουσιάζω.

French (Bailly abrégé)

1 animer d'un transport divin ; Pass. être inspiré;
2 intr. être inspiré.
Étymologie: ἔνθεος.

Russian (Dvoretsky)

ἐνθεάζω: преисполняться божественным духом, быть вдохновенным Her., Luc., med. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθεάζω: καθίσταμαι ἔνθεος, θεοφοροῦμαι, Ἡρόδ. 1. 63, Λουκ. Ἀλέξ. 13: ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλούτ. 2. 623C, κτλ.: πρβλ. ἐνθουσιάζω.

Greek Monolingual

ἐνθεάζω (AM) ένθεος
είμαι ένθεος, γίνομαι ένθεος, θεόληπτος, γεμίζω από θεία έμπνευση, κατέχομαι από θείο πνεύμαμάντις χρησμοὺς λέγων καὶ ἐνθεάζων», Απολλόδ.).

Greek Monotonic

ἐνθεάζω: μέλ. -σω, εμπνέομαι από το πνεύμα του θεού, θεοφορούμαι, γεμίζω από θεϊκό πνεύμα, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. σω
to be inspired, Hdt.