ἐντοπίζω

English (LSJ)

sine expl., Suid.

Greek Monolingual

ἐντοπίζω)
1. περιορίζω κάτι σ' έναν τόπο, σ' ένα σημείο, περιστέλλω
2. ανακαλύπτω, καθορίζω πού βρίσκεται κάποιος ή κάτιεντοπίζω τον δράστη»).