ἐξαγορεία

English (LSJ)

or ἐξαγορία, ἡ, excantation of disease, cure by confession, Ptol.Tetr.170.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἐξαγορία LXX Psalm.Salom.9.6, Ptol.Tetr.3.13.19
confesión pública como remisión de los pecados καθαριεῖς ἐν ἁμαρτίαις ψυχὴν ... ἐν ἐξαγορίαις LXX l.c., cf. Cyr.Al.M.77.1288C, para tratamiento de enfermedades, Ptol.l.c., como síntoma de enfermedad psíquica κατὰ ... τὰς τῶν ὑγρῶν ὀχλήσεις ... ἐξαγορείαις en las molestias hidrópicas (del cerebro se producen posesiones demónicas y) confesiones Ptol.Tetr.3.15.5, θεοφορίαι καὶ ἐξαγορείαι Ptol.Tetr.3.15.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγορεία: ἡ, = ἐξαγόρευσις ΙΙ, Γεωργ. Παχυμ. Ἀνδρ. Παλ. 2. 10, σ. 89C.

Greek Monolingual

ἐξαγορεία, η (AM) εξαγορεύω
η εκμυστήρευση, η αποκάλυψη μυστικών υπό εχεμύθεια
μσν.
η εξομολόγηση ως μυστήριο.