Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt
η (AM ἐξομολόγησις) εξομολογώ
1. πλήρης ομολογία, παραδοχή
2. αποκάλυψη και παραδοχή πταισμάτων και αμαρτιών στον πνευματικό (κατά το μυστήριο της εξομολογήσεως ή μετανοίας)
νεοελλ.
εμπιστευτική αποκάλυψη μυστικών
αρχ.-μσν.
ομολογία της ευεργεσίας, ευχαριστία.