εξομολόγηση

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481

Greek Monolingual

η (AM ἐξομολόγησις) εξομολογώ
1. πλήρης ομολογία, παραδοχή
2. αποκάλυψη και παραδοχή πταισμάτων και αμαρτιών στον πνευματικό (κατά το μυστήριο της εξομολογήσεως ή μετανοίας)
νεοελλ.
εμπιστευτική αποκάλυψη μυστικών
αρχ.-μσν.
ομολογία της ευεργεσίας, ευχαριστία.