ἐξερύκω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 878] abhalten, τὰ κακά Soph. Phil. 421.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἐξερύκω: (ῡ) удерживать, отклонять (τὰ κακά Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξερύκω: ῡ, ἀποκρούω, ἀπωθῶ, τά γε κείνων κάκ’ ἐξήρυκε Σοφ. Φιλ. 423.
Greek Monolingual
ἐξερύκω (Α) ερύκω
απωθώ, απομακρύνω.