ἐξερύκω

English (LSJ)

[ῡ], ward off, repel, τὰ κακά S.Ph.423.

German (Pape)

[Seite 878] abhalten, τὰ κακά Soph. Phil. 421.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐξήρυκον;
écarter, repousser.
Étymologie: ἐξ, ἐρύκω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξερύκω: (ῡ) удерживать, отклонять (τὰ κακά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξερύκω: ῡ, ἀποκρούω, ἀπωθῶ, τά γε κείνων κάκ’ ἐξήρυκε Σοφ. Φιλ. 423.

Greek Monolingual

ἐξερύκω (Α) ερύκω
απωθώ, απομακρύνω.

Greek Monotonic

ἐξερύκω: [ῡ], μέλ. -ξω, αποκρούω, απωθώ, σε Σοφ.

Middle Liddell

fut. ξω
to ward off, repel, Soph.