ερύκω

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α)
1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.)
2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή
3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο
4. συγκρατώ, περιστέλλω, καταστέλλω («σὸν θυμὸν ἐρυκακέειν», Ομ. Οδ.)
5. εμποδίζω, κωλύω («μὴ δὲ μ’ ἔρυκε μάχης» — μη μέ εμποδίζεις από του να μάχομαι)
6. κρατώ κάποιον για να τον φιλοξενήσω
7. κρατώ κάποιον με τη βία, τον εμποδίζω να φύγει («τὸν δ’ οἷον νύμφη πότνι’ ἔρυκε Καλυψώ», Ομ. Οδ.)
8. απομακρύνω, αποκρούω («λιμὸν ἐρύκοι», Πίνδ.)
9. χωρίζωὀλίγος δ’ ἔτι χῶρος ἐρύκει», Ομ. Ιλ.)
10. παθ. ἐρύκομαι
α) μένω πίσω, δεν προχωρώ, βραδύνω, χρονοτριβώ
β) φυλάσσομαι, φρουρούμαι, είμαι ασφαλήςἀνέδην ὅδε χῶρος ἐρύκεται» — αυτός ο χώρος είναι ανοιχτός σε όλους, Σοφ.)
11. φρ. (για νεκρό) «γῆ ἐρύκει» — η γη περιορίζει, κατέχει, κρατά γερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. θ. ερυ- < έρυμαι (βλ. λ. ερύω (II)) με παρέκταση -u- (πρβλ. διώκω). Κατ’ άλλη άποψη το θ. ανάγεται στο ερύω (βλ. λ. ερύω (I)) με την ίδια παρέκταση.
ΠΑΡ. αρχ. ερυκτήρες.
ΣΥΝΘ. αρχ. ανταπερύκω, απερύκω, διερύκω, εξερύκω, κατερύκω].