ἐξιλαστικός
English (LSJ)
ή, όν, = ἐξιλαστήριος, Corn. ND 32 (v.l. -κῶς), Sch. A. Th. 268.
German (Pape)
[Seite 882] ή, όν, dasselbe, εὐχή Schol. Aesch. Pers. 253; Sp., auch adv.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐξιλαστικός, -ή, -όν) εξίλασις
εξιλαστήριος.