ἐξιππάζομαι

English (LSJ)

ride out or away, LXX Hb.1.8, J.AJ9.3.2.

German (Pape)

[Seite 882] aus-, wegreiten, διὰ τῶν πυλῶν Plut. Caes. 27, a. Sp.

French (Bailly abrégé)

sortir à cheval.
Étymologie: ἐξ, ἱππάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξιππάζομαι:
1 выезжать на коне, уезжать верхом (διὰ τῶν πυλῶν Plut.);
2 подъезжать верхом (πρός и ἐπί τινα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιππάζομαι: μέλλ. -άσομαι, Ἀποθ., ἐξέρχομαιἀπέρχομαι ἔφιππος, ἐξιππεύω, ἐξιππάσατο διὰ τῶν πυλῶν Πλουτ. Καῖσ. 27.

Greek Monolingual

ἐξιππάζομαι (AM)
φεύγω έφιππος («κοσμήσας τον ἵππον ἐξιππάσατο διὰ τῶν πυλῶν», Πλούτ.)
μσν.
(για ίππο) καλπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιππάζομαι (< ίππος)].

Greek Monotonic

ἐξιππάζομαι: μέλ. -άσομαι, αποθ., εξέρχομαι ή φεύγω έφιππος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. άσομαι
Dep. to ride out or away, Plut.