ἐξιππεύω
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
= ἐξιππάζομαι (ride out, ride away), Plu. Arat. 42 ; πρός τινας DS. 17.78 ; ἔς τινας App. Hann. 35.
German (Pape)
[Seite 882] dasselbe; Plut. Arat. 42; ἔς τινα, App. Hannib. 35.
French (Bailly abrégé)
sortir à cheval.
Étymologie: ἐξ, ἱππεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξιππεύω: Diod., Plut. = ἐξιππάζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιππεύω: τῷ προηγ., ἐξίππευσεν ἐπὶ τὴν θάλασσαν Πλουτ. Ἄρατ. 42· ἔς τινας Ἀππ. Ἀννιβ. 35, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 32.