ἐπέρεισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, pressure, Dsc.5.77, Sor.2.10, Heliod. ap. Orib.10.37.7, Gal.2.386; of the objects of sense, impact, Chrysipp.Stoic.2.233, al.

German (Pape)

[Seite 917] ἡ, das Daraufstützen, -stämmen, χειρός, ποδός, Sext. Emp. Pyrrh. 1, 54 adv. log. 1, 220; das Richten des Auges worauf, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέρεισις: -εως, ἡ, ἔρεισις, στήριξις ἐπί τινος, ὅταν ἓν πρᾶγμα κινούμενον ἐρείδηται ἐπὶ ἄλλου, ταῖς τῶν ὀδόντων ἐπερείσεσι Διοσκ. 5. 88, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 51, Κλήμ. Ἀλ. 821·- οὕτως, ἐπερεισμός, ὁ, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50·- ἐπέρεισμα, τό, μέρος εἰς ὃ νὰ ἐπερεισθῇ τι, ἐπακκούμβημα, καταφύον, οἷον ἐνδιαιτήματα τῶν μητροπολιτῶν καὶ ἐπισκόπων ἐπερείσματα Ἰωάνν. Πατρ. Κων)πόλεως παρὰ Bandin. Catal. Bibl. Med. τ. 1. σ. 76Β.

Russian (Dvoretsky)

ἐπέρεισις: εως ἡ упор, давление Sext.