ἐπίμετρον

English (LSJ)

τό, something added to make good measure excess, Theoc.12.26, PTeb.91.11 (ii B.C.); ἐ. ποιεῖν make an increase, Thphr. CP 4.13.7, Plu.2.676b; πολὺ ποιεῖ τοῦ ψεύδους . ib.503d; λόγον ἐν ἐπιμέτρῳ διατίθενται into the bargain, Plb.6.46.6; ἐξ ἐπιμέτρου λέγειν S.E.P.2.47, cf. Gal.8.493.

German (Pape)

[Seite 962] τό, Zugabe, Übermaaß; Theocr. 12, 26; Theophr. u. Sp.; ἐν ἐπιμέτρῳ, obenein, z. B. λόγον διατίθενται Pol. 6, 46, 6; ἐξ ἐπιμέτρου Sest. Emp. adv. log. 2, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
surplus, surcroît.
Étymologie: ἐπί, μέτρον.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίμετρον: τό добавление, прибавление Plut.: ἐν ἐπιμέτρῳ Polyb. в дополнение, в придачу; ἐξ ἐπιμέτρου Sext. вдобавок, лишний раз.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίμετρον: τό, κἄτι τι προστιθέμενον ὅπως πληρώσῃ καλῶς τὸ μέτρον. ὑπερβολή, προσθήκη, ἢν γὰρ καί τι δάκῃς, τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας, διπλάσιον δ’ ὤνησας· ἔχων δ’ ἐπίμετρον ἀπῆλθον Θεόκρ. 12. 26· δι’ ὃ καὶ τὸ ἐπίμετρον ποιεῖ, αὔξεται, γίνεται περισσότερος, ἐπὶ σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 7, Πλούτ. 2. 503D, 676B· ἐν ἐπιμέτρῳ, ἐπὶ πλέον, ὡς ἐκ περισσοῦ, Πολύβ. 6. 46, 6· ἐξ ἐπιμέτρου Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 47, κτλ.

Greek Monotonic

ἐπίμετρον: τό, προσθήκη, υπερβολή, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἐπί-μετρον, ου, τό,
over-measure, excess, Theocr.