ἐπίξανθος

English (LSJ)

ἐπίξανθον, inclining to yellow, tawny, of hares, X.Cyn. 5.22; of deer, Poll.5.76; of the open lime-flower, Thphr. HP 3.10.4, cf.4.2.7.

German (Pape)

[Seite 966] gelblich, bräunlich, z. B. die Farbe der Hafen, Xen. Cyn. 5, 22; der Hirsche, Poll. 5, 76; von Pflanzen, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
jaunâtre, fauve.
Étymologie: ἐπί, ξανθός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίξανθος: рыжеватый, русый (λαγώς Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίξανθος: -ον, κλίνων πρὸς τὸ ξανθόν, κιτρινωπός, ἐπὶ λαγωῶν, Ξ. Κύν. 5. 22· ἐπὶ ἐλάφων, Πολυδ. Ε΄, 76· ἐπὶ φυτῶν τινῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 4.

Greek Monotonic

ἐπίξανθος: -ον, αυτός που κλίνει προς το ξανθό χρώμα, κιτρινωπός, λέγεται για λαγούς, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἐπί-ξανθος, ον
inclining to yellow, tawny, of hares, Xen.