ἐπανεῖπον

Greek Monotonic

ἐπανεῖπον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, προσφέρω με δημόσια διακήρυξη, σε Θουκ.

Middle Liddell

aor2 with no pres. in use, to offer by public proclamation, Thuc.