ἐπαοιδός
English (LSJ)
ὁ, = ἐπῳδός, LXX Ex.7.11,22,al., Ph.1.449 (pl.), Arr. Epict.3.24.10, Man.5.183 (pl.). Adv. ἐπαοιδῶς = by way of a charm, Steph. in Hp.2.458D.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαοιδός: ὁ, = ἐπῳδός, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Ζ΄, 11, 22), Φίλων Ι. 449, 11, κλ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐπαοιδοί· φαρμακοί, γόητες».
Greek Monolingual
ἐπαοιδός, ο (AM)
μάντης, μάγος, γόης (κατά τον Ησύχ.) «ἐπαοιδοί
φαρμακοί, γόητες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αοιδός «τραγουδιστής, ραψωδός»
Ποιητ. τ. του επωδός].