ἐπεκδρομή

English (LSJ)

ἡ, sally, sortie, Th.4.25, Procop. Vand.2.8, al.; raid, D.C.46.38.

German (Pape)

[Seite 913] ἡ, der Ausfall gegen Einen, Streifzug, Thuc. 4, 25, u. D. Cass.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
expédition, excursion.
Étymologie: ἐπί, ἐκδραμεῖν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεκδρομή:вылазка, набег Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεκδρομή: ἡ, ὁρμητικὴ ἔξοδος ἐκ φρουρίου κατὰ πολεμίων, Θουκ. 4. 25, Δίων Κ. 46. 38.

Greek Monolingual

ἐπεκδρομή, η (Α)
1. ορμητική έξοδος («ἐπεκδρομήν δὲ ποιησάμενοι oἱ Μεσσήνιοι», Θουκ.)
2. εχθρική εισβολή.

Greek Monotonic

ἐπεκδρομή: ἡ, εκδρομή, αποστολή, εκστρατεία, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐπ-εκδρομή, ἡ,
an excursion, expedition, Thuc.