ἐπηλύγαιον, (ἠλύγη) shady, dark, AB243, Hsch.
ἐπηλύγαιος: -ον, (ἠλύγη) ἀμαυρός, σκοτεινός, Α. Β. 343, 10· - «ἐπηλύγαιον· ἐπινεφές, σκοτεινόν» Ἡσύχ.