ἐπιβλάπτω

English (LSJ)

damage, mar, εἰς τὸ κάλλος ὑπὸ τῆς λύπης J.AJ7.8.5 (Pass., v.l.).

German (Pape)

[Seite 929] noch dazu schaden, Sp. (Thuc. 8, 109 f. L. für ἔτι βλάπτω).

French (Bailly abrégé)

nuire en outre ou de nouveau.
Étymologie: ἐπί, βλάπτω.

Greek Monolingual

ἐπιβλάπτω (Α)
προκαλώ πρόσθετη βλάβη.