ἐπιβλαστάνω

English (LSJ)

A grow or sprout on, τοῖς γεώδεσι Plu.2.325b.
II. grow in addition or after, Thphr. CP 1.10.6, HP7.2.3; τοῖς πρώτοις (sc. φύλλοις) ἀπορρέουσιν ἑτέρων -όντων Plu.2.723f.

German (Pape)

[Seite 929] (s. βλαστάνω), darauf, dazu hervorkeimen, -wachsen, Plut. Symp. 8, 4, 2; nachkeimen, -wachsen, Theophr.

French (Bailly abrégé)

germer sur.
Étymologie: ἐπί, βλαστάνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβλαστάνω: (на чем-л. или после чего-л.) вырастать (τοῖς πρώτοις φύλλοις ἑτέρων ἐπιβλαστανόντων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβλαστάνω: μέλλ. -βλαστήσω, βλαστάνω ἐπάνω εἴς τι, Πλούτ. 2. 723F. ΙΙ. βλαστάνω πάλιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 6.

Greek Monolingual

(AM ἐπιβλαστάνω)
βλαστάνω επάνω ή κοντά σε κάτι
αρχ.
βλαστάνω πάλι.