ἐπιγράβδην

English (LSJ)

Adv., (ἐπιγράφω)
A scraping the surface, grazing, 11.21.166.
II. like lines, Orph.L.365.

German (Pape)

[Seite 933] oben hin ritzend, Il. 21, 166 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

adv.
en effleurant la surface.
Étymologie: ἐπιγράφω.

English (Autenrieth)

(ἐπιγράφω): adv., βάλε, struck scratching, i. e. ‘grazed,’ Il. 21.166†.

Greek Monolingual

ἐπιγράβδην (Α)
επίρρ.
1. ξυστά, εξώδερμα («τῷ δ' ἑτέρῳ μιν πῆχυν ἐπιγράβδην βάλε χειρὸς δεξιτερῆς», Ομ. Ιλ.)
2. με μορφή γραμμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γράβ-δην (< γράφω)].

Greek Monotonic

ἐπιγράβδην: επίρρ. (ἐπιγράφω), ξύνοντας την επιφάνεια, γδέρνοντας την επίστρωση, Λατ. strictim, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγράβδην: adv. (слегка) задев, оцарапав (πῆχυν χειρός τινα ἐ. βαλεῖν Hom.).

Middle Liddell

ἐπιγράφω
scraping the surface, grazing, Lat. strictim, Il.