ἐπιθραύω
English (LSJ)
break besides, τρύφος ἄρτου AP6.105 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 943] (s. θραύω), dazu zerbrechen, τρύφος ἄρτου αὖον Apollds. 7 (VI, 105).
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ἐπιθραύω (AM)
θραύω, συντρίβω πάνω σε κάτι ή συντρίβω επί πλέον.