ἐπικατάγομαι
Greek Monotonic
ἐπικατάγομαι: Παθ., έρχομαι προς την ξηρά μαζί με ή μετά από, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικατάγομαι: (вслед за кем-л. или после чего-л.) причаливать, приставать к берегу, прибывать (οἱ μὲν Ἀθηναῖοι ἀπὸ τῆς Μιλήτου ἀνέστησαν …, οἱ δὲ Πελοποννήσιοι ἐπικατάγονται Thuc.).
Middle Liddell
Pass. to come to land along with or afterwards, Thuc.
Lexicon Thucydideum
appellere (post alteram navem), to bring up alongside (another ship), 3.49.4, 8.28.1.