ἐπικαταπίπτω

English (LSJ)

A fall upon, Luc.Anach.1; γαίῃ Q.S.3.399.
2. metaph., fall to the lot of, λυγρῷ ἐπικάππεσεν ὄλβος Id.7.78.

German (Pape)

[Seite 946] (s. πίπτω), darüber herfallen; Luc. Anachars. 1; Sext. Emp. adv. geom. 27.

French (Bailly abrégé)

tomber sur.
Étymologie: ἐπί, καταπίπτω.

Greek Monolingual

ἐπικαταπίπτω (AM) καταπίπτω
1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («εἶτ’ ἐπικαταπεσὼν ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ», Λουκιαν.)
2. περιλαμβάνομαι στο μερίδιο κάποιου.

Greek Monotonic

ἐπικαταπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, ρίχνομαι, πέφτω πάνω σε κάποιον, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικαταπίπτω:
1 (на что-л.) падать, бросаться: εἰτ᾽ ἐπικαταπεσών, ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ Luc. бросившись (на противника), он не дает (ему) подняться;
2 падать вслед (за чем-л.): ἐπικαταπίπτοντα σημεῖα Sext. последовательно друг за другом наносимые знаки.

Middle Liddell

fut. -πεσοῦμαι
to throw oneself upon, Luc.