ἐπιμωμητός

English (LSJ)

Dor. ἐπιμωματός, ή, όν, blameworthy, (ἔρις) Hes.Op.13; ἔργον Theoc.26.38.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
blâmé.
Étymologie: ἐπιμωμάομαι.

German (Pape)

tadelhaft, Hes. O. 13; Theocr. 26.38.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμωμητός: дор. ἐπιμωμᾱτός 3 достойный порицания (ἔρις Hes.: ἔργον Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμωμητός: -ή, -όν, ἀξιόμεμπτος, ἔρις Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 13· ἔργον Θεόκρ. 26. 38.

Greek Monolingual

ἐπιμωμητός, -ή, -όν (Α) επιμωμώμαι
αξιόμεμπτος.

Greek Monotonic

ἐπιμωμητός: -ή, -όν, αξιοκατάκριτος, αξιόμεμπτος, σε Ησίοδ., Θεόκρ.

Middle Liddell

ἐπι-μωμητός, ή, όν
blameworthy, Hes., Theocr.

Translations