ἐπιπιέζω

English (LSJ)

press upon, ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζε Od.4.287; λαῖον ἐπὶ στιβαρῷ πιέσας ποδί A.R.3.1335, cf. Dsc.2.4.

German (Pape)

[Seite 969] daraufdrücken; man rechnet als Tmesis hierher ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν Od. 4, 287; ποδί, darauftreten, Ap. Rh. 3, 1335.

French (Bailly abrégé)

presser sur.
Étymologie: ἐπί, πιέζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπιέζω: сдавливать, зажимать (μάστακα χερσί Hom. - in tmesi).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπιέζω: πιέζω ἐπάνω, ἀλλ’ Ὀδυσεὺς ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζεν, «τουτέστιν ὁ Ὀδυσσεὺς ταῖς χερσὶν αὐτοῦ ἐκώλυε τὸ στόμα τοῦ Ἀντίκλου μὴ λαλῆσαί τι» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 287· εἵπετο δ’ αὐτὸς λαιὸν ἐπὶ στιβαρῷ πιέσας ποδὶ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1335.

Greek Monolingual

ἐπιπιέζω (Α)
πιέζω, θλίβω επάνω («ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζε», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἐπιπιέζω: πιέζω επάνω, πιέζω κάτω, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

to press upon, press down, Od.