ἐπιπώλησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, going round, visitation, a name given by Gramm. to the latter half of Il.4, IG14.1290.59 (prob.), cf. Str.9.1.10, Plu.2.29a.

German (Pape)

[Seite 974] ἡ, das Umhergehen, die Heerschau, so hieß die letzte Hälfte des vierten Buches der Iliade, Plut. de aud. poet. 9 u. Eust.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de passer en revue, revue.
Étymologie: ἐπιπωλέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπώλησις: εως ἡ обход, осмотр: Ἀγαμέμνονος ἐ. «смотр Агамемнона» (заглавие ст. 223-544 IV песни Илиады, данное в XII в. н. э. Евстафием Фессалоникийским).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπώλησις: -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, ἐπίσκεψις, ἐπιθεώρησις, ὄνομα διδόμενον ὑπὸ τῶν γραμματικῶν εἰς τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ Δ τῆς Ἰλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 6129b. 59, πρβλ. Πλούτ. 2. 29Α.

Greek Monolingual

ἐπιπώλησις, ἡ (Α) επιπωλούμαι
επίσκεψη, επιθεώρηση και ιδίως όνομα που απέδιδαν οι αρχαίοι γραμματικοί στο δεύτερο μισό της ραψωδίας Δ της Ιλιάδας («τοῦ Ἀγαμέμνονος ἐν τῇ ἐπιπωλήσει τὸν Διομήδην λοιδορήσαντος», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπιπώλησις: -εως, ἡ, περιφορά, τριγύρισμα, επιθεώρηση, όνομα που δόθηκε στο δεύτερο μισό του Δ της Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐπιπώλησις, εως [from ἐπιπωλέομαι
a going round, inspection, name given to the latter half of Il. 4.