ἐπισπουδάζω

English (LSJ)

A urge on, further, LXX Ge.19.15, Pr.13.11 (Pass.).
II. intr., haste or make haste in a thing, Luc.Pisc.2.
III. study over, τι τῷ οἴνῳ Philostr.VS2.10.1.

German (Pape)

[Seite 981] = ἐπισπεύδω, dazu antreiben, LXX. – Intraus., herbeieilen, Luc. Pisc. 2.

French (Bailly abrégé)

se hâter.
Étymologie: ἐπί, σπουδάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπουδάζω: спешить, торопиться Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπουδάζω: ἐπισπεύδω, παροτρύνω τινα εἴς τι, Ἑβδ. (Γέν. ΙΘ΄, 15 ὡς διάφ. γραφ., Παροιμ. ΙΓ΄, 11 ἐν τῷ Παθ.). ΙΙ. ἀμεταβ., σπεύδω, ἐπισπούδασον ἔτι θᾶττον Λουκ. Ἁλ. 2. ΙΙΙ. ἐπισπουδάζειν τῷ οἴνῳ, σπουδάζειν ἐπί τῷ οἴνῳ, σπουδαιολογεῖν ἐν πότῳ Φιλόστρ. 585.

Greek Monolingual

ἐπισπουδάζω (Α)
1. παροτρύνω, παρορμώ («ἐπεσπούδαζον οἱ ἄγγελοι τὸν Λὼτ λέγοντες», ΠΔ)
2. σπεύδω (ἐπισπούδασον ἔτι θᾱττον», Λουκιαν.)
3. σπουδαιολογώ, μιλάω σοβαρά σε άκαιρη περίσταση.

Greek Monotonic

ἐπισπουδάζω: μέλ. -σω, αμτβ., σπεύδω, επείγομαι σε κάτι, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. σω
intr. to make haste in a thing, Luc.