ἐπιτελειόω

English (LSJ)

complete, esp. a sacrifice, Lycurg.Fr.36 (-λεοῦν codd.); τὴν θυσίαν Plu.Mar.22; cf. ἐπιτελέωμα.

German (Pape)

[Seite 990] vollenden, θυσίαν Plut. Mar. 22.

French (Bailly abrégé)

ἐπιτελειῶ :
accomplir.
Étymologie: ἐπί, τελειόω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτελειόω: исполнять, совершать (τὴν θυσίαν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτελειόω: τελειῶ, συμπληρώνω, τὴν θυσίαν Πλουτ. Μάρ. 22· πρβλ. ἐπιτελέωμα· ― ἐπιτελειωθῆναι = θανεῖν, Ἰω. Κλίμακ. 712C.

Greek Monotonic

ἐπιτελειόω: μέλ. -ώσω, ολοκληρώνω θυσία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ώσω
to complete a sacrifice, Plut.